οφθαλμοκαρδιακός

οφθαλμοκαρδιακός
-ή, -ό
1. αυτός που αναφέρεται στους οφθαλμούς και στην καρδιά
2. φρ. «οφθαλμοκαρδιακό αντανακλαστικό»
ιατρ. επιβράδυνση τού σφυγμού που επιτυγχάνεται με την άσκηση πίεσης στους οφθαλμικούς βολβούς λόγω διεγέρσεως τού πνευμονογαστρικού νεύρου και χρησιμοποιείται για την κατάπαυση ορισμένων κρίσεων παροξισμικής ταχυκαρδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oculo-cardiaque (< λατ. oculus «οφθαλμός» + καρδιακός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”