- οφθαλμοκαρδιακός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στους οφθαλμούς και στην καρδιά2. φρ. «οφθαλμοκαρδιακό αντανακλαστικό»ιατρ. επιβράδυνση τού σφυγμού που επιτυγχάνεται με την άσκηση πίεσης στους οφθαλμικούς βολβούς λόγω διεγέρσεως τού πνευμονογαστρικού νεύρου και χρησιμοποιείται για την κατάπαυση ορισμένων κρίσεων παροξισμικής ταχυκαρδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. oculo-cardiaque (< λατ. oculus «οφθαλμός» + καρδιακός)].
Dictionary of Greek. 2013.